μουχαμπέτι, το, ουσ. [<τουρκ. muhabbet], η συνομιλία, η κουβέντα που γίνεται για να περάσει η ώρα, το κουβεντολόι: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και με το μουχαμπέτι πέρασε η ώρα»·
- αμέτι μουχαμπέτι, βλ. λ. αμέτι·
- για να γίνεται μουχαμπέτι, βλ. συνηθέστ. για να γίνεται κουβέντα, λ. κουβέντα·
- κάνω μουχαμπέτι, βλ. φρ. πιάνω μουχαμπέτι·
- πιάνω μουχαμπέτι ή πιάνω το μουχαμπέτι, συνομιλώ, κουβεντιάζω με κάποιον για να περάσει η ώρα: «είχαμε λεύτερο χρόνο μπροστά μας και πιάσαμε το μουχαμπέτι».